καθυπομένω

καθυπομένω
καθυπομένω (Μ)
(επιτατ. τού υπομένω) υπομένω καρτερικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)* - + ὑπο-μένω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”